Γιώργος Ιωαννίδης
Η δεύτερη γενιά μιας εταιρείας - σταθμού για την παραγωγή ελληνικού κοσμήματος
Αν δεν είσαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος δεν μπορείς να ασχοληθείς με το επιχειρείν

Ο Γιώργος Ιωαννίδης αποτελεί τη δεύτερη γενιά των ιδρυτών της ιστορικής εταιρείας «Μαίανδρος», που έχει συμπληρώσει περισσότερες από 5 δεκαετίες στο ημερολόγιο του χρόνου.
Με αφορμή αυτή τη μακρόβια οντότητα της εταιρείας, συνομιλήσαμε με τον κύριο Ιωαννίδη για να μπορέσουμε να δούμε τις εξελίξεις στον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας μέσα από τα έμπειρα μάτια του, συγκρίνοντας το «σήμερα» με το «χθες», προσπαθώντας να οδηγηθούμε σε εκτιμήσεις για το «αύριο», αλλά και συζητώντας ενδιαφέρουσες προτάσεις που μπορούν να πάνε τις επιχειρήσεις του κλάδου μας μπροστά.

Συνέντευξη στoν Τάσο Σπανούδη
Κύριε Ιωαννίδη, είναι γνωστό πως η εταιρεία «Μαίανδρος» είναι ένα ιστορικό εργαστήριο του κλάδου μας, με πάνω από 50 χρόνια λειτουργίας. Σκιαγραφήστε μας λίγο συνοπτικά αυτή την πολυετή διαδρομή.
Πριν από περίπου 65 χρόνια, ο πατέρας μου με τα δύο του αδέρφια, τους θείους μου, ίδρυσαν μία εταιρεία με παραδοσιακά κοσμήματα, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε στη μορφή που έχει σήμερα. Το brand Μαίανδρος υπάρχει εδώ και 45-50 χρόνια συνεχίζοντας με μία διάδοχη κατάσταση να διατηρούμε την ίδια λογική, προσανατολισμένη πάντα στο ποιοτικό τουριστικό κόσμημα. Μάλιστα πλέον έχουμε ξεφύγει από την έννοια «τουριστικό» και το ονομάζουμε ελληνικό κόσμημα, γιατί θέλουμε να είναι ξεκάθαρη η αξία που πρεσβεύει αλλά και η υψηλή του ποιότητα. Είτε είναι από χρυσό ή από ασήμι είτε είναι από ατσάλι. Παλαιότερα ασχοληθήκαμε και με το ατσάλι: Είχαμε εξελίξει μια τεχνική κατά την οποία παίρναμε έτοιμα εξαρτήματα, και κολλούσαμε πάνω τους διάφορα ένθετα. Ουσιαστικά κολλούσαμε 18 καράτια μέταλλο πάνω στο ατσάλι και ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Αυτό μας εκσυγχρόνισε, μπήκαμε σε πιο μοντέρνες φόρμες, όμως έκανε τον κύκλο του και σταματήσαμε. Πλέον δουλεύουμε αποκλειστικά με χρυσό και ασήμι. Είναι πολύ σημαντικό ότι σήμερα η εταιρεία μας κατέχει το 85% των πωλήσεων στην συγκεκριμένη κατηγορία της αγοράς με καταστήματα σε όλη την Ελληνική επικράτεια και ιδιαίτερα στις περιοχές με τουριστικό ενδιαφέρον.
Ποιες είναι οι βασικότερες δυσκολίες που είχατε να αντιμετωπίσετε όλα αυτά τα χρόνια;
Μία από τις κυριότερες δυσκολίες που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουμε έχει να κάνει με το διεθνές εμπόριο. Πριν από κάποια χρόνια, είχαμε κάνει μια κίνηση να κατασκευάσουμε κάποια κοσμήματα εκτός Ελλάδος, όμως αυτό δεν πέτυχε, καταλάβαμε λοιπόν πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Χρειάζεται να είσαι συνεχώς στο εξωτερικό και να μην έχεις υποχρεώσεις πίσω στη Ελλάδα, έτσι ώστε να μπορείς να έχεις τον έλεγχο. Γιατί μιλάμε για πολύτιμα μέταλλα, που δεν είναι εύκολο να τα εισάγεις ή να τα εξάγεις, κάτι που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα στη δουλειά μας. Επίσης και οι εταιρείες κούριερ που προσπαθούν να κάνουν τέτοιες μεταφορές στο εξωτερικό, έχουν πολλά προβλήματα.
Γι’ αυτό, αν εξαιρέσουμε κάποια μεγάλα brand που έχουν δικά τους δίκτυα μεταφοράς, όλοι οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να επεκταθούμε στο διεθνές εμπόριο. Με βασικό λόγο αυτό της μεταφοράς, αλλά και της εμπιστοσύνης μεταξύ των συνεργατών, γιατί τα οικονομικά νούμερα είναι μεγάλα.
Εμείς λοιπόν επικεντρωθήκαμε πλέον στην εγχώρια παραγωγή και διάθεση, αν και με το δικό μας είδος κοσμήματος, ουσιαστικά απευθυνόμαστε πάλι στο εξωτερικό αλλά με έναν έμμεσο τρόπο.
Μία άλλη μεγάλη δυσκολία είναι η τεράστια αστάθεια στην αξία του μετάλλου. Στο χρυσό αλλά και στο ασήμι, επειδή είναι επενδυτικά είδη, είναι πολύ εύκολο να μάθεις τις διεθνείς τιμές, υπάρχουν παντού ιστοσελίδες που τις αναγράφουν. Όμως αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα γιατί παίζει ρόλο η ζήτηση και το απόθεμα του κάθε εμπόρου. Πλέον η τιμή του μετάλλου αλλάζει μέρα με τη μέρα. Μπορεί εγώ να δώσω μια τιμή το πρωί σε έναν πελάτη και μέχρι το απόγευμα να έχει αλλάξει. Έτσι, όταν θέλω 10 εργάσιμες μέρες για να παραδώσω τις παραγγελίες δεν μπορώ να έχω έναν σταθερό τιμοκατάλογο κι αυτό είναι τεράστιο τροχοπέδη για μια βιοτεχνία. Συνεπώς προσπαθούμε τώρα με το που συμφωνήσουμε την αξία της παραγγελίας, να κάνουμε και άμεσα κλείσιμο της τιμής του μετάλλου.

Έχοντας διανύσει πάνω από 5 δεκαετίες στον κόσμο του κοσμήματος, θα θέλαμε να μας κάνετε μία σύγκριση του «χθες» με το «σήμερα».
Τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας όλα αυτά τα χρόνια;
Μέσα σε 20-30 χρόνια έχει αλλάξει όλο το περιβάλλον λειτουργίας του κλάδου μας. Τώρα η ζήτηση του κόσμου έχει στραφεί στα ηλεκτρονικά είδη, η νεολαία καταναλώνει κινητά όχι κοσμήματα. Παλιά, ο κόσμος φόραγε πολύ χρυσό, ενώ σήμερα για παράδειγμα ο συνταξιούχος που πάντα έπαιρνε δώρο στα εγγόνια του δεν έχει την δυνατότητα. Οι γονείς μαζεύουν χρήματα για να αγοράσουν στα παιδιά τους καλά κινητά, που σε 6 μήνες θα έχουν παλιώσει και δεν επενδύουν πλέον σε ένα καλό κόσμημα που μένει μια ζωή. Έχουν παίξει ρόλο τα μνημόνια, οι πιέσεις στην οικονομία, η πανδημία, η ακρίβεια, με το ίδιο να συμβαίνει και στα νέα ζευγάρια, δεν αγοράζουν με την ίδια ευκολία κοσμήματα.
Ο κόσμος κυνηγάει πλέον ηλεκτρονικά είδη και εμπειρίες. Το τηλέφωνο εξελίχθηκε, δεν είναι μόνο χρηστικό αντικείμενο, έχει κάμερα και πολλές δυνατότητες, με τις οποίες μπορείς να μοιράζεσαι τις εμπειρίες σου στο διαδίκτυο. Ο κόσμος δε θέλει πια σκέτα αντικείμενα.
Άρα η δουλειά μας έχει δυσκολέψει πάρα πολύ και σε συνδυασμό με την τεράστια ακρίβεια τα πάντα εξελίσσονται αρνητικά. Επίσης η εικόνα αυτή που γνωρίζαμε άλλαξε εντελώς μέσα σε ένα μόλις χρόνο.
Όπως πριν εβδομήντα χρόνια, όπου πάλι είχε γίνει κάτι ανάλογο και ο κλάδος μετέβη απ’ το χρυσό στο ασήμι για να επιβιώσει λόγω της απότομης αύξησης της αξίας του.
Ωστόσο ήταν διαφορετικές οι συνθήκες. Δηλαδή, ναι μεν έγινε αυτό, αλλά η ζωή ήταν φθηνότερη: τα ανοίγματα λιγότερα, η ζωή πιο απλή. Όλα ήταν πιο απλά. Τώρα που ξανασυμβαίνει αυτό, όλοι έχουμε ένα συγκεκριμένο μέγεθος και δεν είναι εύκολο να μειώσουμε τα έξοδά μας, για να αντέξουμε.
Οπότε μέσα σε ένα χρόνο άλλαξε εντελώς ο χάρτης των πωλήσεων και είναι αρκετά τρομακτικό. Δεν ξέρω τι θα δούμε στις επόμενες χρονιές.
Πέρυσι παρότι ήταν δύσκολος ο Ιούνιος, από τον Ιούλιο και μετά τα πράγματα ισορρόπησαν. Ενώ φέτος τα πράγματα δεν είναι έτσι, δε θυμάμαι ξανά τέτοιο Ιούλιο. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή δεν προλαβαίναμε να εκτελέσουμε τις παραγγελίες των πελατών μας, ακόμη και τις κακές περιόδους. Φέτος υπάρχει σοβαρό θέμα με την ακρίβεια, οι τουρίστες αποθαρρύνονται πολύ από τις τιμές και δεν αγοράζουν κοσμήματα, εμείς βέβαια προτείνουμε στα καταστήματα κοσμημάτων να μειώσουν λίγο τις τιμές τους, εμείς ήδη δουλεύουμε στο όριο. Να μειώσουν λοιπόν λίγο το ποσοστό κέρδους τους. Και με αυτόν τον τρόπο ίσως αυξήσουν τελικά τις πωλήσεις τους και αυτομάτως να δουλέψουμε όλοι καλύτερα.
Η κρίση όμως είναι παγκόσμια και οι ξένοι πελάτες μας δεν έχουν το χρήμα που είχαν παλιότερα. Οι Αμερικάνοι είχαν κρατήσει ζωντανή την αγορά 2 χρόνια τώρα, με τις απευθείας πτήσεις, τώρα όμως δεν έρχονται με την ίδια συχνότητα.

Τα κοσμήματα της εταιρείας Μαίανδρος έχουν μία μεγάλη και διαρκή απήχηση όλα αυτά τα χρόνια. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το βασικό συστατικό αυτής της επιτυχίας;
Σίγουρα οι άνθρωποι. Από εκεί ξεκινάμε, είναι το άλφα και το ωμέγα. Η καλή σχέση με το προσωπικό και η καλή σχέση με τους πελάτες είναι τα θεμέλια της επιτυχίας. Από εκεί και πέρα, μεγάλο ρόλο παίζει η ποιότητα, το να μένουμε σταθεροί και να μην κάνουμε εκπτώσεις. Γιατί αλλιώς δε γίνεται, αν δεν κάνεις καλό προϊόν δεν μπορείς να είσαι στην αγορά. Τελικά πιστεύω ότι η συνταγή της επιτυχίας είναι να έχεις ένα πολύ καλό προϊόν και άριστες προσωπικές σχέσεις.
Ποια είναι τα σχέδια σας και οι προσδοκίες σας για το μέλλον της εταιρείας «Μαίανδρος»;
Η αλήθεια είναι πως εδώ και μια δεκαετία επιχειρούμε δυστυχώς σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον. Δεν είναι εύκολο να κάνεις ένα μακροχρόνιο προγραμματισμό. Δεν μπορούμε να ξέρουμε για παράδειγμα τι στοκ να ετοιμάσουμε στην παραγωγή. Παλιά ξέραμε ότι θα πουλάγαμε ας πούμε 50 μενταγιόν από ένα σχέδιο και μπορούσαμε να οργανωθούμε αναλόγως. Τώρα πια δεν έχουμε τα κατάλληλα στατιστικά στοιχεία. Ουσιαστικά αυτό που κοιτάμε είναι να μη χάσουμε τα κεκτημένα. Να μη ρίξουμε την ποιότητα και να μη χαλάσουμε τη σχέση μας με τα καταστήματα. Πλέον έχει αλλάξει ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα, δεν είμαστε τόσο άνετοι όσο ήμασταν, προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια ισορροπία ανάμεσα στο μερίδιο της αγοράς που μας ανήκει, τις καλές σχέσεις και την άριστη ποιότητα. Έχουμε πλέον τους πολέμους, τη διαφορά της αξίας του μετάλλου, τον κορονοϊό που ήταν μεγάλο χαστούκι στην αγορά που ευτυχώς δε μας βρήκε με ανοίγματα. Ωστόσο μετά τον κόβιντ νιώσαμε ότι μας έδωσε κάποια βοήθεια το κράτος, ότι είδε για πρώτη φορά τον κλάδο μας. Συνήθως τον κλάδο μας δεν τον έβλεπε κανείς, ήταν άφαντος.
Είναι γεγονός πάντως ότι με την στοχευμένη γκάμα κοσμημάτων που διαθέτουμε και την συνεχιζόμενη προσθήκη νέων μοντέλων έχουμε καταφέρει τόσα χρόνια να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα της εταιρείας μας αλλά και την ανάπτυξη των συνεργατών μας, καθώς και των καταστημάτων που μας εμπιστεύονται.
Μου είναι πραγματικά δύσκολο να κατανοήσω τους λόγους που κάποιος επιχειρηματίας στο χώρο του κοσμήματος, ιδιαίτερα στις περιοχές με τουριστικό ενδιαφέρον, να επιλέγει να μην συνεργαστεί μαζί μας με δεδομένο την υψηλή τεχνογνωσία που διαθέτει η εταιρεία μας, την πολύ μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη συλλογή κοσμημάτων που διαθέτουμε αλλά και τις δυνατότητες ευέλικτων τρόπων χρηματοδότησης που παρέχουμε.

Υπάρχει κάτι που θα προσδοκούσατε από την Πολιτεία ως προς την ενίσχυση του κλάδου της αργυροχρυσοχοΐας;
Κοιτάξτε, τα τελευταία χρόνια κάτι γίνεται. Δηλαδή από τον κορονοϊό και μετά είναι σα να είδανε τον κλάδο μας και ότι αυτός συνεισφέρει στην οικονομία της χώρας. Άνοιξαν κάποια ΕΣΠΑ, έγιναν πράγματα, δηλαδή δεν μπορώ να πω ότι είμαστε όπως ήμασταν πριν. Πριν δε μας έβλεπαν καν, δεν υπήρχαμε.
Επίσης η πολιτεία θα έπρεπε να εξετάσει το επιπλέον κόστος που προκύπτει από τους διάφορους φόρους που επιβαρύνουν την αξία του κοσμήματος, φόρος πολυτελείας 10% ΦΠΑ 24% κλπ., ενώ στις γύρω περιοχές από τη χώρα μας ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος με μηδαμινή φορολογία.
Από εκεί και πέρα, επειδή έχουμε μάθει ως κλάδος να κινούμαστε μόνοι μας, θα θέλαμε απλώς ένα καλό περιβάλλον ώστε να μπορούμε να λειτουργήσουμε. Ένα ήρεμο περιβάλλον χωρίς πολιτική αστάθεια και συγκρούσεις.
Άρα αυτό που ζητάω από το κράτος είναι σταθερή αγορά. Σταθερή φορολογία. Να ξέρω πώς θα φορολογηθώ, και να μπορώ να κάνω προγραμματισμό. Δε νομίζω ότι ένας υγιής και σοβαρός επιχειρηματίας σήμερα χρειάζεται κάτι άλλο πέρα από τη σταθερότητα.
Ποια είναι τα σχόλιά σας για το φαινόμενο του υπέρ-τουρισμού; Συνεπάγονται τα αυξημένα νούμερα επισκεπτών μία ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας και κατ’ επέκταση του κλάδου μας;
Μιλούν για αύξηση αλλά εμείς φέτος δεν τη βλέπουμε. Δε με ενδιαφέρει να ανακοινώνουν χιλιάδες αφίξεις χωρίς να μαθαίνουμε τα ποιοτικά στοιχεία του κόσμου που ήρθε: το οικονομικό καθεστώς ή τις ηλικίες. Γιατί ο τρόπος που μετρούνται οι αφίξεις είναι και λίγο μπερδεμένος. Αν δηλαδή μετρήσουμε μία άφιξη στο Ελευθέριος Βενιζέλος και μετά ο ίδιος άνθρωπος πάρει αεροπλάνο για Σαντορίνη, θα ξαναμετρηθεί η άφιξή του; Πιάνει δηλαδή για δύο φορές ο ίδιος άνθρωπος; Μετράνε μόνο τα τσάρτερ ή το κάνουν κάπως αλλιώς; Όπως και να έχει όμως, ο υπερτουρισμός και τα μεγάλα νούμερα δε σημαίνουν απαραίτητα κάτι. Εμείς έχουμε δουλέψει πολύ καλά σε χρονιές που δεν είχαμε κόσμο και χειρότερα σε άλλες που είχαμε (πχ Ολυμπιάδα). Ο καλός τουρίστας μπορεί να χαθεί στο πλήθος. Δεν παίζει λοιπόν ρόλο η ποσότητα του κόσμου, αλλά πιο πολύ η ποιότητά του.

Τι μπορεί να γίνει για την προσέλκυση «ποιοτικών» επισκεπτών από την πλευρά αφενός της Πολιτείας και αφετέρου των επαγγελματιών;
Εδώ νομίζω ότι ο καθένας μας έχει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, θα πρέπει να έχουν όλοι οι κλάδοι ποιότητα και να μην κοροϊδεύουν τον πελάτη.
Για παράδειγμα το εστιατόριο να είναι σοβαρό, να μη φάει ο άλλος και πάθει τίποτα, όπως επίσης και το ξενοδοχείο να είναι φροντισμένο.
Η Πολιτεία κατάφερε κάποια χρόνια να προσελκύσει κόσμο, αλλά υπήρχαν κάποιοι επαγγελματίες που υπερχρέωναν τις υπηρεσίες τους και υποβάθμιζαν την ποιότητά τους για να αυξήσουν το κέρδος. Δηλαδή ενώ έγιναν κάποιες κρατικές κινήσεις, εμείς πήγαμε να εκμεταλλευτούμε τον τουρίστα. Αυτό λοιπόν είναι πρόβλημα. Πρέπει ο καθένας μας να έχει ευγένεια, να βοηθάει, να μην κοροϊδεύει και γενικά να είναι αξιόπιστος.
Από την άλλη, φοβάμαι ότι έχει διαρραγεί κι ο πληθυσμός μας, δεν είμαστε όλοι άνθρωποι που αγαπάμε την πατρίδα μας. Υπάρχει μια σύγχυση, η νοοτροπία έχει αλλάξει. Δεν πάνε όλοι να δουλέψουν για το κοινό καλό και το καλό της χώρας μας. Κάποιοι θέλουν να κάνουν μια «αρπαχτή» και να φύγουν. Είναι θέμα και για την ασφάλεια, η οποία δεν υπάρχει. Βλέπουμε τα rbnb να ανθίζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές γιατί εκεί είναι φθηνή η αγορά, αλλά είναι αμφίβολη η ασφάλεια των επισκεπτών. Ενώ ταυτόχρονα, όπως στην Ισπανία, φοβάμαι πως έρχεται κι εδώ η μέρα που θα διώχνουμε κόσμο. Όλα αυτά μπορεί να αποτρέψουν έναν καλό τουρίστα να έρθει στη χώρα μας. Κι αν ο τουρισμός δεν πάει καλά θα δούμε τις επιπτώσεις της οικονομίας το χειμώνα και σε άλλα επαγγέλματα.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε το φαινόμενο της διαμονής με βραχυχρόνια μίσθωση (Airbnb) να διογκώνεται. Πώς πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει αυτό τον τουρισμό και κατ’ επέκταση τον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας;
Όσον αφορά στο δικό μας χώρο του Ελληνικού – τουριστικού κοσμήματος νομίζω ότι τα rbnb μας βοήθησαν έφεραν κόσμο τον οποίο δεν τον κάλυπταν οι δυνατότητες που προσφέρουν τα ξενοδοχεία. Έδωσαν αυτονομία σε οικογένειες που μπορεί να ήθελαν δική τους κουζίνα ή μεγαλύτερα δωμάτια. Φυσικά αυτό είναι τροχοπέδη για τα ξενοδοχεία, που τόσα χρόνια έφεραν επάξια το βάρος της εξυπηρέτησης του τουρισμού στη χώρα μας πιέζοντας σοβαρά τα οικονομικά τους στοιχεία.
Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά ακίνητα που ήταν ετοιμόρροπα στο κέντρο τα ανακαίνισαν και τα έκαναν ξενοδοχεία, αλλάζοντας προς το καλύτερο την εικόνα της πόλης.
Τώρα σχετικά με τα εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας στο κέντρο της Αθήνας, έχω δει σε ολόκληρες πολυκατοικίες να διώχνουν τους επαγγελματίες του κλάδου μας για να τα κάνουν rbnb. Μικρά εργαστήρια που έβγαζαν ένα μεροκάματο και έδιναν δουλειά σε αρκετό κόσμο, έκλεισαν και αυτό είναι πραγματικά μεγάλο πρόβλημα για αυτούς.
Ενδεχομένως οι βιοτεχνίες και οι βιομηχανίες να μην πρέπει να είναι στο κέντρο μιας πόλης. Η πόλη έχει άλλη λειτουργία. Μόνο στην Ελλάδα γίνεται αυτό να είμαστε όλοι μαζί στο κέντρο. Ακόμα και στην Τουρκία έχουν δημιουργηθεί βιομηχανικά πάρκα, εκθέσεις, χώροι που είναι συγκεντρωμένα τα εργαστήρια. Θα μπορούσε να φτιαχτεί κάτι τέτοιο και για εμάς, ένας χώρος σύγχρονος, με ασφάλεια, με περίφραξη. Είναι διαφορετικό να είμαστε όλοι σε ένα χώρο που θα μπορούσε κάποιος πελάτης να μας επισκεφτεί και σε μια ημέρα να κάνει τη δουλειά του. Και αυτό θα ήταν πολύ καλό για την ανάπτυξη του κλάδου μας.
Βέβαια στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε ούτε έναν εκθεσιακό χώρο αμιγώς για εμάς, όπως στην Ιταλία για παράδειγμα. Να κάνουμε 3-4 εκθέσεις το χρόνο, με έτοιμα στημένα τα περίπτερα μας, γιατί το κόστος κάθε φορά είναι τραγικό. Αλλά φαίνεται πως η νοοτροπία μας καθιστά πολύ δύσκολη οποιαδήποτε συνεργασία. Το θέμα πάντα είναι ποιος θα είναι μπροστά, ποιος θα ηγείται, κι όχι να κάνουμε κάτι όλοι μαζί. Κι αυτό είναι κάτι που με απασχολεί πολύ, γιατί σα μονάδες όσο μεγάλοι και να είμαστε, τελικά είμαστε μικροί στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ο Έλληνας είναι φοβισμένος επιχειρηματίας, έχει περάσει και περνάει δυσκολίες. Δεν έχουμε σταθερότητα, και αυτό νομίζω μας έχει κάνει να θέλουμε να είμαστε πιο αυτόνομοι και πιο ευέλικτοι. Όμως ξεχνάμε ίσως πως και η Τουρκία και η Ιταλία αναπτύχθηκαν χάρη στις συνεργασίες.
Κύριε Ιωαννίδη ευχαριστούμε πολύ για αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση αλλά και για το χρόνο που μας αφιερώσατε. Θα θέλατε να απευθύνετε ένα τελευταίο μήνυμα προς τους επαγγελματίες του κλάδου μας;
Ένας επαγγελματίας οφείλει να είναι αισιόδοξος. Μπορεί να φοβάσαι και να κάνεις δυσοίωνες προβλέψεις, όμως αν δεν είσαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος δεν μπορείς να πάρεις τα απαραίτητα ρίσκα ούτε να ασχοληθείς με το επιχειρείν. Αυτό είναι βασικό αν θες να έχεις δική σου επιχείρηση. Θεωρώ λοιπόν ότι αν δε γίνει κάποιο πολύ σοβαρό γεγονός που θα ανατρέψει τα πάντα, όπως για παράδειγμα μια πολύ μεγάλη φυσική καταστροφή, ή ένας παγκόσμιος πόλεμος, το εμπόριο κάνει κύκλους. Θα έρθει πάλι ο καιρός που θα υπάρξει άνοδος. Άρα λοιπόν ακόμη κι αν μια χρονιά δεν κάνουμε τη δουλειά που θα επιθυμούσαμε, η επόμενη ενδέχεται να είναι καλύτερη.
Επίσης, θα ήθελα να επισημάνω πως για τον κλάδο μας ο πραγματικός ανταγωνισμός δεν είναι τα άλλα εργαστήρια. Παλιά πήγαιναν οι πωλητές μας στα καταστήματα και δούλευαν όλοι. Τώρα τι άλλαξε; Η μεταστροφή κυρίως ήρθε την επιθυμία του κόσμου να αγοράζει εμπειρίες και όχι αντικείμενα. Φύγαμε εμείς από τη μόδα και ήρθε κάτι άλλο. Κι εδώ σημαντικό ρόλο παίζει και το κομμάτι «ασφάλεια», αφού στα κοσμήματα εύκολα υπάρχει ο κίνδυνος να κλαπούν. Ασφαλές περιβάλλον λοιπόν και πολιτική ηρεμία για να δουλέψουμε, τίποτα άλλο. Από εκεί και πέρα αν αφήσεις τον Έλληνα επιχειρηματία ήσυχο, μπορεί να σκεφτεί και να κάνει πολύ ωραία πράγματα.