ΠΟΒΑΚΩ:
Επιστολή ενημέρωσης προς τους Συλλόγους-μέλη της
για την αποσαφήνιση εμπορικών και λειτουργικών ζητημάτων
του κλάδου της αργυροχρυσοχοΐας και του
ωρολογίου με νομική τεκμηρίωση

Στο πλαίσιο της διαρκούς υποστήριξης των επαγγελματιών του κλάδου και με σκοπό την αποσαφήνιση σημαντικών θεμάτων που απασχολούν την καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεών τους, η ΠΟΒΑΚΩ απέστειλε επιστολή προς όλους τους Συλλόγους-μέλη της, στην οποία παρέχεται νομική τεκμηρίωση σε εμπορικά και λειτουργικά ζητήματα του κλάδου της αργυροχρυσοχοΐας και του ωρολογίου.
Η ΠΟΒΑΚΩ απηύθυνε σειρά ερωτημάτων σε νομικό σύμβουλο, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα εμπορικών, διοικητικών και πρακτικών πτυχών της επαγγελματικής δραστηριότητας του κλάδου. Σκοπός αυτής της ενέργειας είναι η επίλυση κοινών προβλημάτων και η καλύτερη καθοδήγηση των επαγγελματιών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων του κλάδου.
Πιο συγκεκριμένα, υπεβλήθησαν ερωτήματα και δόθηκαν γνωμοδοτήσεις ως εξής:
ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΠΩΛΗΘΕΝΤΑ ΛΙΑΝΙΚΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΡΩΤΗΜΑ: Σε ποιες περιπτώσεις επιστρέφονται χρήματα για πωληθέντα λιανικώς αντικείμενα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σύμφωνα με τα άρθρα 534 και 535 του Αστικού Κώδικα στα οποία παραπέμπει και το άρθρο 5 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών ο πωλητής πρέπει να παραδώσει στον αγοραστή πράγμα που ανταποκρίνεται στη συμφωνία τους και χωρίς πραγματικά ελαττώματα. Ειδικά για τα πράγματα που εμπορεύονται τα μέλη της ΠΟΒΑΚΩ, την υποχρέωση αυτήν ο πωλητής δεν την εκπληρώνει όταν δεν έχουν τις ιδιότητες και την ποιότητα που περιέγραψε στον συγκεκριμένο αγοραστή αλλά και που αναμένει αντικειμενικά ο μέσος αγοραστής για το συγκεκριμένο πράγμα. Π.χ. ένα ρολόι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να μετράει με αρκετή ακρίβεια το χρόνο, αλλά και εάν ο πωλητής ή και ο παραγωγός έχει υποσχεθεί ειδικά π.χ. αντοχή στις χαράξεις του καντράν, η έλλειψή της συνιστά πραγματικό ελάττωμα. Επίσης ο πωλητής οφείλει να παραδίδει όλα τα απαραίτητα ή συμφωνημένα εξαρτήματα, οδηγίες, συνοδευτικά έγγραφα και οδηγίες και η συσκευασία να είναι η κατάλληλη.
Όταν έτσι με την ανωτέρω έννοια το πράγμα έχει κάποιο ελάττωμα και δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, ο αγοραστής έχει τα δικαιώματα που του απονέμει ο νόμος στα άρθρα 534 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και επιπροσθέτως αυτά που έχει ειδικώς υποσχεθεί ή διαφημίσει ο πωλητής ή ο παραγωγός, όπως ορίζουν τα άρθρα 5 και 5α του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών. Ο νόμος έτσι παρέχει τα ελάχιστα δικαιώματα του αγοραστή, για τα οποία απαγορεύεται συμφωνία αποκλεισμού τους στη λιανική πώληση.
Ο πωλητής μπορεί να δώσει («εγγυηθεί» κατά το άρθρο 559 Αστικού Κώδικα) στον αγοραστή περισσότερα δικαιώματα από ό,τι ο νόμος και ποτέ λιγότερα. Έτσι, ο πωλητής δεσμεύεται αν υποσχεθεί την άμεση επιστροφή χρημάτων, ενώ αν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία σύμφωνα με το νόμο ο αγοραστής θα έπρεπε να ζητήσει πρώτα αντικατάσταση ή επιδιόρθωση. Από την άλλη ο πωλητής δεν μπορεί να αποκλείσει εντελώς την επιστροφή χρημάτων, έστω κι αν ο καταναλωτής το δέχθηκε, εκτός αν η πώληση είναι χονδρική. Γενικώς, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 2251/1994 ο πωλητής δεν είναι δυνατό να περιορίσει συμβατικά την ευθύνη του για ελαττώματα στις πωλήσεις λιανικής, κάτι όμως που μπορεί να κάνει στη χονδρική.
Όταν λοιπόν υπάρχει πραγματικό ελάττωμα ενός πωληθέντος πράγματος σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του δικαίου της πώλησης που ίσχυαν για πωλήσεις έως τον Αύγουστο του 2022, ο αγοραστής είχε αμέσως στη διάθεσή του όλα τα δικαιώματα, δηλαδή δεν υποχρεούνταν πρώτα να ζητήσει επιδιόρθωση ή αντικατάσταση, αλλά μπορούσε αμέσως να ζητήσει χρήματα πίσω είτε με μείωση του τιμήματος είτε με υπαναχώρηση.
Σήμερα όμως, η επιστροφή χρημάτων δεν είναι το πρώτο δικαίωμα που έχει ο αγοραστής, αλλά προηγούνται άλλα. Υφίσταται δηλαδή ιεραρχική διάταξη των δικαιωμάτων του αγοραστή και συγκεκριμένα:
Αν δεν έχει δοθεί ειδική υπόσχεση, εγγύηση, περιγραφή ή διαφήμιση από τον πωλητή ή τον παραγωγό για το πράγμα, τότε σύμφωνα με το νόμο, όταν υπάρχει πραγματικό ελάττωμα ο αγοραστής δικαιούται πρώτα να ζητήσει κατ’ επιλογήν του:
1. επιδιόρθωση ή
2. αντικατάσταση του ελαττωματικού πράγματος.
Προφανώς για πράγματα μαζικής παραγωγής π.χ. για ένα ρολόι, το πιθανότερο είναι ότι ο αγοραστής θα ζητήσει αντικατάσταση με καινούριο. Εάν όμως η επιδιόρθωση είναι δυνατή σε σύντομο χρονικό διάστημα και αντικειμενικά δεν βλάπτεται κανένα εύλογο συμφέρον του αγοραστή, τότε ο πωλητής δικαιούται να αρνηθεί την αντικατάσταση και να επιμείνει στην επιδιόρθωση.
Αν όμως η ολοσχερής επιδιόρθωση ή η αντικατάσταση δεν πραγματοποιούνται σε έναν εύλογα σύντομο χρόνο, ο οποίος δεν ορίζεται στο νόμο, αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να ξεπερνάει το διάστημα κάποιων ημερών για ένα καταναλωτικό αγαθό, ή η επιδιόρθωση και η αντικατάσταση είναι αδύνατες ή τις αρνείται ο πωλητής, ή δεν συμφέρουν τον αγοραστή, τότε ο αγοραστής δικαιούται να ζητήσει:
3. μείωση του τιμήματος που κατέβαλε ή
4. υπαναχώρηση, δηλαδή και στις δύο αυτές περιπτώσεις επιστροφή χρημάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 546 του Αστικού Κώδικα, η μείωση του τιμήματος γίνεται με επιστροφή χρημάτων από τον πωλητή και συνίσταται στη διαφορά της αξίας του πράγματος με το ελάττωμα και χωρίς αυτό, κάτι όμως που στην πράξη ίσως είναι δύσκολο να υπολογιστεί και να συμφωνηθεί με τον αγοραστή. Η μείωση εφαρμόζεται και για επουσιώδη ελαττώματα, αν μπορούν να κοστολογηθούν.
Αν το ελάττωμα είναι ουσιώδες, δηλαδή σημαντικό, τότε ο αγοραστής δικαιούται να ζητήσει και την υπαναχώρηση, δηλαδή να επιστρέψει το πράγμα και να λάβει όλο το τίμημα. Το πότε ένα ελάττωμα είναι ουσιώδες, δηλαδή σημαντικό, προκύπτει κατά αντικειμενική κρίση. Π.χ. μία μικρή χαραγματιά σε ένα ρολόι, στην κάσα του, όπου εφάπτεται στον καρπό και άρα δεν είναι ορατό, μπορεί, ιδίως αν το ρολόι είναι μικρής αξίας, να μην χαρακτηριστεί ουσιώδες ελάττωμα, σε αντίθεση με το εάν βρίσκεται σε εμφανές σημείο, πχ. στο πλαϊνό μέρος της κάσας ή του καντράν. Έτσι στην πρώτη περίπτωση ο πωλητής θα επιστρέψει μέρος του τιμήματος, ανάλογα π.χ. με το πόσο θα αγόραζε το ρολόι ο ίδιος μεταχειρισμένο, με ή χωρίς το ελάττωμα ενώ στη δεύτερη περίπτωση, θα επιστραφεί ρολόι και όλο το τίμημα.
Εξυπακούεται φυσικά σε κάθε περίπτωση ότι για το ελάττωμα δεν πρέπει να φταίει ο αγοραστής.
Επίσης, υπάρχει μία σημαντική διάταξη στο άρθρο 545 παρ. 5 του Αστικού Κώδικα, που εισάγει εξαίρεση από την υποχρεωτική προτεραιότητα επιδιόρθωσης και αντικατάστασης και προβλέπει ότι εάν εντός 30 ημερών από την παράδοση του πράγματος ο αγοραστής ειδοποιήσει τον πωλητή για το ελάττωμα, τότε ο αγοραστής δικαιούται να παρακάμψει επιδιόρθωση ή αντικατάσταση και να ζητήσει απευθείας μείωση ή υπαναχώρηση. Ως προς την υπαναχώρηση εννοείται και πάλι ότι θα πρέπει το ελάττωμα να είναι ουσιώδες. Πάντως, αν και δεν το λέει ρητώς ο νόμος, θα πρέπει να γίνει δεκτό και σε αυτήν την περίπτωση ότι μία άμεση αντικατάσταση ενός πράγματος με ένα ακριβώς ίδιο, πχ. ίδιο μοντέλο ρολογιού, δεν δικαιολογεί επιμονή από τον αγοραστή να του επιστραφούν τα χρήματα.
Τέλος σε κάθε περίπτωση, επιστροφή χρημάτων, όπως και άλλο δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί μετά τα 2 χρόνια από την πώληση (+ 2 μήνες, δηλαδή το μέγιστο 2 χρόνια και 2 μήνες, για την ακραία περίπτωση που ο αγοραστής αντιλήφθηκε το ελάττωμα στο τέλος της διετίας), καθώς τα δικαιώματα παραγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 554 του Αστικού Κώδικα. Για το λόγο αυτόν άλλωστε πολλοί πωλητές ή παραγωγοί δίδουν «εγγύηση» δύο ετών, η οποία συμπίπτει ουσιαστικά με το νόμιμο διάστημα παραγραφής των αξιώσεων από πραγματικά ελαττώματα.
Συνοψίζοντας έτσι και απαντώντας στο ερώτημα για το πότε είναι υποχρεωτική η επιστροφή χρημάτων:
1. Κατ΄αρχάς εάν ο αγοραστής απλά αλλάξει γνώμη, χωρίς να υπάρχει ελάττωμα ή να λείπει ιδιότητα που υποσχέθηκε ή διαφήμισε ο πωλητής ή ο παραγωγός, ο αγοραστής δεν έχει δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, εκτός εάν ο πωλητής είχε υποσχεθεί ότι επιστρέφει χρήματα ακόμη και σε αγοραστές που αλλάζουν γνώμη.
2. Ο πωλητής στην περίπτωση ελαττώματος επιστρέφει χρήματα, εάν:
Α. Είναι αδύνατη η επιδιόρθωση ή η αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο ή
Β. Αν το ελάττωμα εμφανιστεί στις πρώτες 30 ημέρες και με την προϋπόθεση ότι ο αγοραστής ενημερώσει για αυτό τον πωλητή.
3. Όταν κατά τα παραπάνω είναι δυνατή η επιστροφή χρημάτων, επιστρέφεται:
Α. Μέρος του τιμήματος, που είναι η διαφορά της αξίας του πράγματος χωρίς και με το ελάττωμα (μείωση του τιμήματος) είτε
Β. Ολόκληρο το τίμημα, εάν το ελάττωμα είναι ουσιώδες-σημαντικό, κατά την κρίση του μέσου καταναλωτή (Υπαναχώρηση).
Γ. Ο πωλητής υποχρεούται και στην επιπρόσθετη καταβολή αποζημίωσης για κάθε άλλη ζημία που τυχόν υπέστη ο αγοραστής λόγω του ελαττώματος.
4. Κάθε δικαίωμα του αγοραστή -και αυτό της επιστροφής χρημάτων- παραγράφεται, αν δεν ασκηθεί σε 2 χρόνια από την πώληση (+2 μήνες αν ο αγοραστής αντιληφθεί το ελάττωμα ακριβώς στο τέλος της διετίας, δηλαδή το μέγιστο 2 χρόνια + 2 μήνες).
ΤΥΠΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣ ΕΠΙΣΚΕΥΗ
ΕΡΩΤΗΜΑ: Ποια είναι η τυπική διαδικασία παραλαβής – παράδοσης αντικειμένων προς επισκευή;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από τη νομοθεσία και ιδίως τον νόμο 4308/2014 (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα), αλλά και τον Αστικό Κώδικα, όπως και το νόμο 2251/1994 Για την Προστασία του Καταναλωτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία και έκδοση παραστατικών κατά τη διαδικασία παραλαβής – παράδοσης αντικειμένων προς επισκευή στη λιανική. Ο παραλαμβάνων επισκευαστής πρέπει να τηρεί το γενικό καθήκον επιμέλειας και προσοχής, που επιβάλει η φύση της παραλαβής και παράδοσης στην πράξη.
Ωστόσο, αν και όχι υποχρεωτικό, ιδιαίτερα σκόπιμο θα ήταν αυτός που παραλαμβάνει πράγμα για επισκευή, να εκδίδει ένα άτυπο παραστατικό «παραλαβής προς επισκευή» (κάτι αντίστοιχο με το δελτίο αποστολής), το οποίο να υπογράφει ο πελάτης και στο οποίο να καταγράφονται τουλάχιστον τα στοιχεία του πράγματος, του πελάτη, σύντομη περιγραφή της βλάβης ή ελαττώματος, η ημερομηνία και τυχόν άλλοι γενικοί όροι που επιτρέπονται από το νόμο 2251/1994 Για την Προστασία του Καταναλωτή, έτσι ώστε να αποφεύγονται παρανοήσεις για τις συμφωνίες και τα περιστατικά της παράδοσης, αλλά και να χρησιμοποιηθεί σε ενδεχόμενο φορολογικό έλεγχο, για να δικαιολογηθεί η ύπαρξη του πράγματος στο κατάστημα, το συνεργείο ή την αποθήκη.
Ως προς την παράδοση του πράγματος στον πελάτη, αυτή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του νόμου πρέπει να γίνεται στον συμφωνημένο χρόνο και όταν πρόκειται για ελάττωμα πωληθέντος πράγματος σε εύλογο, δηλαδή σύντομο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 544 του Αστικού Κώδικα, χωρίς όπως αυτός να προσδιορίζεται επακριβώς.
Εξυπακούεται τέλος, ότι ο παραλαμβάνων πελάτης θα πρέπει στο τέλος να υπογράφει το ανωτέρω παραστατικό για την παραλαβή του πράγματος που επιστρέφεται.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ Ή ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ
ΕΡΩΤΗΜΑ: Με δεδομένο την τήρηση των λογιστικών διαδικασιών, ποιο είναι το χρονικό διάστημα που δύναται ο πελάτης να αναζητήσει το προς επισκευή ή παραγγελία αντικείμενο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για ένα κινητό πράγμα, όπως αυτά που πωλούν τα μέλη της ΠΟΒΑΚΩ σύμφωνα με το άρθρο 1034 του Αστικού Κώδικα η κυριότητα αποκτάται από τον αγοραστή όταν του παραδοθεί από τον πωλητή και όχι νωρίτερα, έστω κι αν έχει εξοφλήσει (προκαταβάλει) το τίμημα. Αυτό σημαίνει ότι ένα πράγμα που έχει παραγγελθεί αλλά όχι παραδοθεί, δεν ανήκει ακόμη κατά κυριότητα στον αγοραστή, ενώ αντιθέτως ένα πράγμα του αγοραστή που παραδίδεται στον πωλητή για επισκευή, ανήκει κατά κυριότητα στον αγοραστή αυτόν.
Έτσι στην περίπτωση παραγγελίας πώλησης που δεν έχει ακόμη παραδοθεί, ο πωλητής έστω κι αν εισπράξει το τίμημα, μπορεί να αρνηθεί την παράδοση.
Όμως από τη σύμβαση της πώλησης που έχει συνάψει με τον αγοραστή και την ενδεχόμενη προκαταβολή, σύμφωνα με το άρθρο 516 του Αστικού Κώδικα έχει ευθύνη από τις γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου (γενικό ενοχικό δίκαιο) για τη μη εκτέλεση της σύμβασης.
Συγκεκριμένα ο πωλητής πρέπει να επιστρέψει το τίμημα με τόκο και να αποζημιώσει τον αγοραστή για κάθε άλλη τυχόν ζημία του. Το δικαίωμα αυτό του αγοραστή στη λιανική να αναζητήσει την επιστροφή του τιμήματος παραγράφεται μετά από είκοσι χρόνια. Στη χονδρική παραγράφεται σε πέντε χρόνια (πλέον του υπολοίπου του έτους εντός του οποίου καταρτίστηκε η σύμβαση).
Από τη στιγμή που νομικά η πώληση, όπως και κάθε σύμβαση, καταρτίζεται με τη συμφωνία των μερών, έστω κι αν δεν έχει δοθεί προκαταβολή, αν ο αγοραστής αργοπορεί και δεν παραλαμβάνει το πράγμα που έχει παραγγείλει, τότε ο πωλητής μπορεί είτε να επιδιώξει την εκτέλεση της πώλησης, αναζητώντας το τίμημα και προσφέροντας το πράγμα είτε να υπαναχωρήσει, οπότε όχι μόνον δεν οφείλει τίποτε στον αγοραστή αλλά και μπορεί να στραφεί κατά του αγοραστή για κάθε τυχόν ζημία του.
Στην περίπτωση όμως που ένα πράγμα παραδίδεται στον πωλητή για επιδιόρθωση, τότε το πράγμα αυτό ήδη ανήκει κατά κυριότητα στον αγοραστή και αυτός μπορεί να το ζητήσει πίσω (να το διεκδικήσει) ακόμη και είκοσι χρόνια μετά από το χρόνο κατά τον οποίο ήταν έτοιμο προς παράδοση από επισκευή ή από όταν αυτή αποδείχθηκε αδύνατη. Ο πωλητής δεν δικαιούται έτσι να πωλήσει σε τρίτο ένα πράγμα που δεν αναζητά ο αγοραστής και εάν το κάνει, μπορεί να υπέχει ευθύνη και για υπεξαίρεση. Βέβαια από τη στιγμή που το πράγμα είναι έτοιμο για παράδοση, σύμφωνα με το άρθρο 358 του Αστικού Κώδικα ο πωλητής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αγοραστή, ο οποίος ονομάζεται υπερήμερος δανειστής, κάθε έξοδο στο οποίο υποβλήθηκε για τη φύλαξη και τη συντήρηση του πράγματος, το οποίο άργησε να παραλάβει ο αγοραστής.
Αν τώρα το πράγμα καταστραφεί κατά το χρόνο μετά από το σημείο που όφειλε να το παραλάβει ο υπερήμερος αγοραστής, τότε ο πωλητής ευθύνεται σύμφωνα με το άρθρο 355 του Αστικού Κώδικα σε αποζημίωση μόνον για δόλο και βαριά αμέλεια, δηλαδή αν ο πωλητής το κατέστρεψε επίτηδες ή το παραμέλησε με πολύ ανεύθυνο τρόπο. Αντιθέτως, ελαφρά του απροσεξία δεν τον καθιστά υπεύθυνο απέναντι στον αγοραστή. Αν έτσι δεν έχει συμφωνηθεί συγκεκριμένος χρόνος παράδοσης, είναι κρίσιμο να προσδιοριστεί ανάλογα με την περίπτωση ο εύλογος χρόνος που αναφέρει και το άρθρο 544 του Αστικού Κώδικα, κατά τον οποίο ο πωλητής οφείλει να εκτελέσει την επισκευή, διότι από την παρέλευσή του αρχίζει η υπερημερία και μειώνεται η ευθύνη του τεχνίτη-πωλητή.
Με παραδείγματα:
Πωλητής και αγοραστής συμφωνούν την 1η του μηνός την πώληση ενός κοσμήματος που παραγγέλλει ο αγοραστής και δεν έχει ο πωλητής ετοιμοπαράδοτο και θα παραδοθεί στις 10 του ίδιου μηνός. Εάν ο αγοραστής προκατέβαλε το τίμημα και ο πωλητής τελικώς αποφασίσει να μην παραδώσει ή δεν μπορέσει να παραδώσει το κόσμημα, ο αγοραστής θα μπορεί να ζητήσει το τίμημα και αποζημίωση για τυχόν περεταίρω ζημίες, π.χ. γιατί κατέβαλε τα έξοδα σε κάποια εταιρία ασφαλών μεταφορών να παραλάβει το κόσμημα τη μέρα παράδοσης. Εάν δεν έχει προκαταβάλει το τίμημα, τότε προφανώς έχει μόνον αυτήν την αποζημίωση.
Εάν όμως ο πελάτης φέρνει στον τεχνίτη ή στον πωλητή ένα κόσμημα για επισκευή την 1 του μηνός και συμφωνείται παράδοση στις 10 του μηνός ή όταν σε εύλογο χρόνο τον καλέσει ο τεχνίτης, τότε ο πελάτης μπορεί να το αναζητήσει (έως τον πρώτο χρόνο και με αγωγή νομής και κατόπιν με διεκδικητική αγωγή) όσος καιρός και αν περάσει, ως τα είκοσι χρόνια από τις 10 του μηνός στο παράδειγμα ή όταν τον κάλεσε ο τεχνίτης. Ο τεχνίτης δεν επιτρέπεται να το πωλήσει ή να το δωρίσει σε τρίτον. Αν ο πελάτης δεν εμφανίζεται στις 10 του μηνός ή αφότου προσκλήθηκε να παραλάβει, τότε μετά ο τεχνίτης δεν ευθύνεται για τυχαία καταστροφή του ή έστω και για ελαφρά-απλή απροσεξία του, αλλά έχει και αξίωση αποζημίωσης για τα τυχόν έξοδα φύλαξης και συντήρησης του κοσμήματος. Μετά τις 10 του μηνός ή την πρόσκληση, μόνο σε περίπτωση δόλου (πχ. το κατέστρεψε στα νεύρα του) και βαριάς αμέλειας, δηλαδή σοβαρής απροσεξίας ο τεχνίτης οφείλει αποζημίωση για βλάβη ή απώλεια του κοσμήματος.
Εξαίρεση σε όλα αυτά είναι αν ο πελάτης ρητά δήλωσε ότι δεν τον ενδιαφέρει πια και ότι δεν σκοπεύει να παραλάβει το κόσμημα (π.χ. γιατί χώρισε και δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται πια…), οπότε ο τεχνίτης-πωλητής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση (αρκεί αργότερα να μπορεί να το αποδείξει).
Τέλος σημειώνεται ότι οι όποιες λογιστικές διαδικασίες δεν εξετάζονται ως προς αυτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα οποία είναι αστικού δικαίου και δεν επηρεάζονται από φορολογικές διατάξεις.
Συνοψίζοντας:
1. Ένα πράγμα που ακόμη δεν έχει παραδοθεί, ο πωλητής μπορεί και να μην το παραδώσει όταν το ζητάει ο αγοραστής, αλλά οφείλει την επιστροφή της προκαταβολής εντόκως για έως είκοσι χρόνια στη λιανική. Επίσης οφείλει αποζημίωση για κάθε άλλη ζημία του αγοραστή.
2. Αν δεν έχει δοθεί προκαταβολή, τότε, αν ο αγοραστής δεν παραλαμβάνει, ο πωλητής μπορεί είτε να κάνει αγωγή στον αγοραστή για το τίμημα (εκτέλεση της σύμβασης πώλησης με προσφορά του πράγματος) είτε να υπαναχωρήσει και δεν οφείλει τίποτε. Αντιθέτως, μπορεί να στραφεί κατά του αγοραστή για κάθε τυχόν ζημία του.
3. Αν το πράγμα έχει δοθεί για επισκευή, τότε ο αγοραστής μπορεί να το αναζητήσει οποτεδήποτε για είκοσι χρόνια, αν όμως δεν το κάνει από τότε που είναι έτοιμο προς παράδοση, τότε οφείλει στον πωλητή ή τεχνίτη κάθε έξοδο για τη φύλαξη του πράγματος αλλά και ο πωλητής δεν ευθύνεται για την απώλεια ή καταστροφή του από τυχαίο γεγονός ή ελαφρά αμέλεια (απροσεξία).
ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΩΔΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΡΩΤΗΜΑ: Σε κάθε κόσμημα υπάρχει εγχάρακτος κωδικός αριθμός που αναφέρεται στον κατασκευαστή. Τα μητρώα αυτά τηρούνται στα κατά τόπους επιμελητήρια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλοί κοσμηματοπώλες, αναζητούν τον κατασκευαστή γνωρίζοντας τον κωδικό αριθμό από αντικείμενά τους, ερωτάσθε: Δύναται η Ομοσπονδία να συλλέξει τους κωδικούς αριθμούς κατασκευής, να επεξεργαστεί και δημοσιοποιεί αυτούς, για εμπορικούς σκοπούς και μόνο και με ποια διαδικασία αυτό επιτυγχάνεται;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 1 της με αριθμό 91534/30-8-2017 Υπουργικής Απόφασης του υπουργού ανάπτυξης (ΦΕΚ Β 3080/6.9.2017) τα κοσμήματα και λοιπά συναφή αντικείμενα που αποτελούνται είτε από ένα ή από περισσότερα (αυτοτελή ή σύμμεικτα) πολύτιμα μέταλλα, που διακινούνται στην Ελλάδα, πρέπει να φέρουν ευδιάκριτα, με κτυπητή μεταλλική σφραγίδα σε κάποια επιφάνεια του κυριότερου μέρους και κωδικό κατασκευαστή. Οι κωδικοί αυτοί σύμφωνα με την παρ. 2 τηρούνται σε ειδικά μητρώα στα οικεία επιμελητήρια.
Σύμφωνα με την παρ. 6 του ιδίου άρθρου 53 οι πωλητές, όταν τους ζητηθεί, υποχρεούνται να ενημερώνουν εγγράφως τους αγοραστές για την ταυτότητα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα. Κατά συνέπεια οι πωλητές-μέλη της ΠΟΒΑΚΩ υποχρεούνται να αποκαλύπτουν την ταυτότητα του κατασκευαστή στους δικούς τους αγοραστές, ωστόσο δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση και για προϊόντα που δεν έχουν πωλήσει οι ίδιοι.
Εφόσον οι κατασκευαστές αποτελούν και μέλη της ΠΟΒΑΚΩ, τα οικεία επιμελητήρια δεν φαίνεται από τη νομοθεσία να κωλύονται να της γνωστοποιήσουν τους καταλόγους με τους κωδικούς αριθμούς, αν και δεν υπάρχει θεσμοθετημένη τέτοια διαδικασία.
Θα μπορούσε να έτσι να θεωρηθεί εύλογο το να προμηθευτεί η ΠΟΒΑΚΩ κατόπιν αίτησης στα οικία επιμελητήρια τις ταυτότητες των κατασκευαστών-μελών της και τους κωδικούς τους και να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία αυτά, ωστόσο και αυτά εντάσσονται στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, τα οποία προστατεύονται από τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 4-6 αυτού.
Σημειώνεται βέβαια ότι όταν ο κατασκευαστής είναι νομικό πρόσωπο (εταιρία) δεν υπάρχει τέτοια προστασία.
Όταν όμως πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, τότε για να είναι σε θέση η ΠΟΒΑΚΩ σύννομα να δημοσιοποιήσει τους κωδικούς, το ονοματεπώνυμο, την επαγγελματική κατοικία και το τηλέφωνο των κατασκευαστών, θα πρέπει ορθότερα να λάβει τη ρητή συγκατάθεσή τους σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1α) του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων.
Η απάντηση αυτή δίδεται παρόλο που γενικώς εν προκειμένω είναι προς το συμφέρον των κατασκευαστών να πληροφορείται ο πελάτης την ταυτότητά τους, καθώς για να τους αναζητήσει, μάλλον είναι ευχαριστημένος και παρόλο που η δημοσιοποίηση ενός κωδικού ενός επαγγελματία και του ονόματός του δεν θα μπορούσε κατά λογική κρίση, να συνεπάγεται κάποια προσβολή της ιδιωτικότητάς του, την οποία προστατεύει η νομοθεσία των προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο στις μέρες μας και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ευαισθησία των αρχών με τα προσωπικά δεδομένα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις και η έννοια και το πεδίο εφαρμογής της προστασίας τους έχει διευρυνθεί τόσο πολύ, που κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί και να προεξοφλήσει την έκβαση μίας καταγγελίας από κάποιον -έστω και επαγγελματία- ο οποίος θα δηλώσει θιγόμενος.