Η ιστορία του ελληνικού κοσμήματος

Σκιαγραφώντας τα 6,5 χιλιάδες χρόνια της ανεξίτηλης πορείας της αργυροχρυσοχοΐας

Τα κοσμήματα αποτελούν μία από τις αρχαιότερες «πινελιές» του ελληνικού πολιτισμού, με πάνω από 6.000 χρόνια ιστορίας. Θα έλεγε κανείς πως ξετυλίγοντας το (χρυσό) νήμα αυτής της μακροχρόνιας διαδρομής μπορείς να φτάσεις στις απαρχές της δημιουργίας της ίδιας της Ελλάδας, η οποία εξάλλου δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τις πολιτισμικές της ρίζες και την κατ’ αναλογία εκάστοτε κοινωνική της δομή ανά τους αιώνες.


της Κατερίνας Σπανούδη

Μέσα στις σελίδες του Jewel Time θα προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε τους 88 αιώνες ζωής του ελληνικού κοσμήματος, φωτίζοντας 6 σημεία – σταθμούς όπου τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα μετέβαιναν, αγκαζέ με τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, 
στα διαφορετικά τρένα του κάθε αιώνα. 

Τα πρώτα βήματα – η προϊστορική Ελλάδα

Ξεσκονίζοντας τους ογκόλιθους της ιστορίας του ελληνικού κοσμήματος, ξεκινάμε με εκείνον της προϊστορικής εποχής. 

 

Τα κοσμήματα ανέκαθεν εξυπηρετούσαν μία πανανθρώπινη ανάγκη στολισμού, ισοδύναμη με εκείνη του ρουχισμού, σε σημείο που δεν είναι αποσαφηνισμένο επιστημονικά εάν ο άνθρωπος πρώτα ντύθηκε ή πρώτα στολίστηκε. Είναι πάντως γνωστό ότι τα κοσμήματα από την προϊστορική περίοδο ήταν συνδεδεμένα με ένα συμβολικό – μαγικό χαρακτήρα αλλά και με την προσέλκυση ερωτικών συντρόφων, για την αναπαραγωγή του είδους.

 

Κατά την Παλαιολιθική εποχή, τα κοσμήματα απέκτησαν ζωτικό ρόλο και στον αγώνα για την επιβίωση καθώς επικύρωναν την ισχύ όποιου τα φορούσε, αντιπροσωπεύοντας τις κατακτήσεις του, ή προσδίδοντάς του κύρος μέσα από τη σπανιότητά τους και τη μυστικιστική τους σύνδεση με τη φύση.
Τα κοσμήματα ήταν αρχικά ανεπεξέργαστα αντικείμενα (όπως δόντια ζώων, θαλάσσια όστρεα, ξηροί καρποί, ιδιόμορφες πέτρες κ.ά.), ενώ κατά τη Νεολιθική εποχή (6.800-3.200 π.Χ.) ξεκίνησε μία πρώτη επεξεργασία τους και σχηματίστηκαν οι χάντρες, τα περίαπτα (φυλαχτά), τα ενώτια και τα βραχιόλια.

Η ανάπτυξη της κοσμηματοποιίας από τους πρώτους τεχνίτες παρατηρήθηκε κατά την εποχή του Χαλκού (3.200-1.100 π.Χ.) οπότε και επικράτησαν τα κοσμήματα από μέταλλο.
Εκείνη την εποχή, χωρίς τα φυσικά κοσμήματα να χάσουν το μαγικό τους χαρακτήρα, ήρθαν να προστεθούν στην υπερφυσική υφή και θρησκευτική λατρεία τα μέταλλα, τα οποία θεωρούνταν ως ένα είδος μαγικών υλών, με πρωταγωνιστή το χρυσό. 

 

Τα διαφορετικά μέταλλα παρείχαν τη δυνατότητα στους τεχνίτες να δουλέψουν με μεγαλύτερη ποικιλία σχεδίων και σχημάτων, ενώ η χρήση του κάθε μετάλλου συνδεόταν συχνά με την κοινωνική τάξη. Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις εύρωστες κοινωνικές τάξεις ενώ από χαλκό, σίδηρο, πηλό, κόκαλο και υαλόμαζα προέρχονταν τα κοσμήματα των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

 

Επίσης κατά την εποχή του Χαλκού είναι φανερή η επίδραση από τη μεταλλοτεχνία της Ανατολής με αντιστοιχίες στα κοσμήματα του Αιγαίου και της Κρήτης με αυτά της Συρίας και της Μεσοποταμίας, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως τα μινωικά κοσμήματα συνόδευαν την εμφάνιση κάθε άντρα και γυναίκας στις διάφορες εκδηλώσεις. Αντιπροσώπευαν ακόμη την πλήρη ελευθερία των γυναικών να εκφράζονται και να ντύνονται όπως επιθυμούσαν.

 

Τέλος, η αύξηση της παραγωγής κοσμημάτων ήρθε με την ανάπτυξη πιο εκλεπτυσμένων τεχνικών κατά το 15ο και το 14ο αι. π.Χ., και φτάνοντας στη Μυκηναϊκή εποχή ο κύριος τύπος κοσμήματος ήταν τα περιδέραια με τις ανάγλυφες χάντρες και τα περίαπτα.

Το κόσμημα στη γεωμετρική και κλασσική εποχή (11ος – 4ος αι. π.Χ.)

Οι δύο αιώνες που ακολούθησαν την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων (11ος-10ος αι. π.Χ.) αποτέλεσαν τα λεγόμενα «σκοτεινά χρόνια» κατά τα οποία παρατηρήθηκε ερήμωση των οικιστικών κέντρων και απομόνωση των Ελλήνων από άλλους λαούς, με αποτέλεσμα να κατασκευαστούν λιγοστά κοσμήματα σιδερένια ή χάλκινα στην πιο απλή δυνατή μορφή.

 

Τον 9ο αι. π.Χ. οι Έλληνες ξανάρχισαν να ταξιδεύουν ανατολικά, ανακαλύπτοντας νέες αγορές χρυσού και κέντρα χρυσοχοΐας, και επαναφέροντας θέματα από την Κρητομυκηναϊκή χρυσοχοΐα ξεχασμένα για αιώνες. Έως τον 7ο αι. π.Χ. οι ανατολικές επιδράσεις είναι διάχυτες στα κοσμήματα ενώ δε λείπει ο αποτροπαϊκός και φυλακτικός τους χαρακτήρας καθώς και η σύνδεσή τους με τη μετά θάνατον ζωή.

 

Τον 6ο αιώνα εμφανίζεται νέα θεματολόγια στα κοσμήματα, η οποία χαρακτηρίζεται από πλούσια διακόσμηση. Επικρατούν τα γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα και εξαφανίζονται σχεδόν οι δαιμονικές, ανθρώπινες και ζωικές μορφές, ενώ προκύπτουν νέες πρωτότυπες τεχνικές.

 

Ωστόσο, κατά τον 5ο αιώνα παρατηρείται σημαντική μείωση των ασημένιων και χρυσών κοσμημάτων, τη θέση των οποίων καταλαμβάνουν τα χάλκινα των μακεδονικών εργαστηρίων.

Τον 6ο και 5ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους πολλοί νέοι τύποι κοσμημάτων όπως «ταινιωτά δαντελωτά σκουλαρίκια, περιδέραια με αγγειόσχημα εξαρτήματα, ρομβόσχημα ελάσματα με έκτυπους ρόδακες που κάλυπταν το στόμα του νεκρού, ενώτια με πυραμιδόσχημα εξαρτήματα ή λεμβόσχημα και δακτυλίδια που φέρουν παραστάσεις με ζώα ή μυθολογικές μορφές.»

Ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια (4ος αι. π.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.)

 

Αξιοσημείωτος σταθμός για την ελληνική κοσμηματοποιία είναι οι κατακτήσεις του βασιλιά Φιλίππου Β’ και συγκεκριμένα η προσάρτηση του όρους Παγγαίου στο μακεδονικό κράτος, τον 4ο αιώνα π.Χ. . Τα πλούσια ορυχεία που βρίσκονταν σε εκείνη την περιοχή αναδιαμόρφωσαν την ελληνική οικονομία και τροφοδότησαν την άνθιση καινούργιων ιδεών και διακοσμητικών θεμάτων στα κοσμήματα. Τα σχέδια που εμφανίζονται είναι κυρίως εμπνευσμένα από τη φύση, ενώ κυριαρχεί ο «ηράκλειος δεσμός», το σχήμα του γνωστού σε εμάς ναυτικού σταυρόκομπου, ο οποίος είχε φυλακτικές και ιαματικές ιδιότητες.

Τα κομμάτια της εποχής χαρακτηρίζονταν από μία ισορροπία μεταξύ μέτρου και πλούσιας διακόσμησης, ενώ έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους και οι πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες, οι οποίες ήρθαν να σπάσουν τη μονοτονία του χρυσού.

 

Κάπως έτσι κινήθηκε η κοσμηματοοποιία κατά τους αιώνες που ακολούθησαν ως την κυριαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 27 π.Χ., η οποία ήρθε να θέσει νέους όρους. Οι συνθέσεις έγιναν πιο απλές, διατηρώντας τις πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες ενώ εισήλθαν σταδιακά νέα στοιχεία, «όπως οι έντονα καμπύλες επιφάνειες, η σφαίρα, ο μηνίσκος και η διάτρητη χρυσή επιφάνεια».

 

Πρόκειται για μία πρωτόγνωρη τεχνοτροπία, η οποία κυριάρχησε ως τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε και επικράτησε η βυζαντινή αυτοκρατορία.

Τα βυζαντινά κοσμήματα (μέσα 4ου αι. μ.Χ. – 15ου αι. μ.Χ.)

Από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης το 330 μ.Χ. έως την Άλωση της Πόλης το 1453 μ.Χ., η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άφησε το δικό της στίγμα στο ελληνικό κόσμημα.

 

Οι μορφές που επικρατούσαν ήταν συνδεδεμένες με τα θεία και το βασιλικό μεγαλείο ενώ τα κοσμήματα διακρίνονταν από «συμμετρία, αρμονία και λάμψη υλικών και χρωμάτων».

 

Η οικονομική κρίση του 3ου αιώνα είχε ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ελαφρότερων κοσμημάτων, συχνά από λεπτά φύλλα χρυσού, με μεγάλη έμφαση κυρίως στην περίτεχνη επεξεργασία του υλικού παρά στο βάρος του χρυσού και τους πολύτιμους λίθους.

 

Από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα τα κοσμήματα ακολουθούσαν τις ρωμαϊκές μορφές και τεχνικές, ενώ η αξία τους ως αντικείμενα πολυτελείας είχε μεγάλη σημασία για την κοινωνική καταξίωση.

 

Επίσης, από τον 4ο ως τον 9ο αιώνα, χαρακτηριστικότερο στοιχείο των βυζαντινών κοσμημάτων αποτελούσε το πολύχρωμο σμάλτο, το οποίο εξελίχθηκε ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Ταυτόχρονα αυξήθηκε πολύ η χρήση του ασημιού, το οποίο φαίνεται να αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό το χρυσό που δεν ήταν πλέον άφθονος.
 
Ωστόσο, μετά την έκβαση της τέταρτης σταυροφορίας το 1204 και την άλωση της Κωνσταντινούπολης μεγάλο μέρος των θησαυρών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας λεηλατήθηκαν με αποτέλεσμα ο αριθμός των κοσμημάτων που έχουν σωθεί από εκείνη την περίοδο να είναι περιορισμένος.

Το νεοελληνικό κόσμημα από τα μέσα 15ου έως τα τέλη του 19ου αιώνα

Στη μεταβυζαντινή κοσμηματοποιία ήταν διάχυτες οι επιρροές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σε συνδυασμό με τις επιδράσεις άλλων πολιτισμών που συνδιαλέχθηκαν με την Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια γονιμοποίησης της Ευρώπης.

 

Τα κοσμήματα εκείνων των αιώνων διακατέχονταν από ένα κράμα δυτικών ερεθισμάτων, με την εμφάνιση του μπαρόκ και του ροκοκό από την Ιταλία και τη δυτική Ευρώπη και τα στίγματα της ισλαμικής αισθητικής.

 

Είναι χαρακτηριστικό πως ο χρυσός είχε πλέον εξαφανιστεί, κάνοντας μόνο υποτονικές εμφανίσεις μέσω της επιχρύσωσης και το ασήμι κυριάρχησε σε βαθμό που «οι δύο όροι, «χρυσάφι» - «ασήμι», δεν προσδιόριζαν κάτι διαφορετικό για το λαϊκό τεχνίτη».

 

Ταυτόχρονα, το κόσμημα απέκτησε σταδιακά μία πιο ξεκάθαρα γυναικεία προσέγγιση, ενώ εξακολούθησε να διατηρεί ένα φυλακτικό – μυθολογικό χαρακτήρα αναπτύσσοντας ωστόσο και ευχετικές – αποτρεπτικές ιδιότητες και ευγονικούς συμβολισμούς (έντονη η σημασία του για τις νύφες).

Με έναν τρόπο, καθώς η εκβιομηχάνιση έφερε ταχείες μεταβολές στην οικονομική και κοινωνική συγκρότηση του ελληνικού κράτους, με την αστικοποίηση και τα ευρωπαϊκά στοιχεία να αχνοφαίνονται και την αλλαγή στην καλλιτεχνική και δημιουργική παράδοση να ανθίζει, βλέπουμε την ανάγκη του λαϊκού ανθρώπου να αποτυπώσει μέσα από τα κοσμήματα «την αισθητική και το πνεύμα του, τη συμβολική και μαγική του αντίληψη και σκέψη, τις ελπίδες και τις ευχές του, τις αβεβαιότητες και τους φόβους του».

Η κοσμηματοποιία στο σύγχρονο ελληνικό κράτος

 

Η πορεία της ελληνικής κοσμηματικής τέχνης από την αρχή της ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους έως σήμερα, συμβαδίζει με την κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική διαδρομή του, η οποία θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο περιόδους. Η πρώτη διαγράφεται από το 1827 με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Έθνους έως το 1940 με το Β’ ΠΠ. Και η δεύτερη αφορά το χρονικό διάστημα από το 1940 έως σήμερα.

 

1827-1940

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ήδη από τον 17ο και 18ο αιώνα τα ελληνικά κοσμήματα είχαν αρχίσει να τραβούν το ενδιαφέρον των ευρωπαίων, αλλά και οι Έλληνες τεχνίτες ερχόμενοι σε επαφή με τα ευρωπαϊκά πρότυπα υιοθετούσαν σταδιακά στοιχεία της δυτικής τέχνης.
Αυτό το πάντρεμα των πολιτισμών ήταν φανερό τόσο στην πολιτική, την εκπαίδευση, τις τέχνες, αλλά και την καθημερινή ζωή.

 

Έτσι, άρχισε να διαφαίνεται ένας εξευρωπαϊσμός στον αστικό ιστό της χώρας, την ίδια στιγμή που οι επαρχιακές περιοχές όπως τα Γιάννενα και η Στεμνίτσα διατηρούσαν τις παραδόσεις τους και συνέχιζαν σχεδόν ανεπηρέαστες τα ήθη και τα έθιμά τους – κυρίως λόγω της δυσπρόσιτης θέσης τους, η οποία δυσχέραινε την εισχώρηση εξωγενών προτύπων σε τέτοιες περιοχές.

 

Με αυτόν τον τρόπο, παρότι το παραδοσιακό κόσμημα άρχισε σταδιακά να εκλείπει και αντικαταστάθηκε από ευρωπαϊκά σχέδια στην αστικοποιημένη κοινωνία, οι παραδοσιακές τεχνικές παρέμειναν ζωντανές περιμένοντας καρτερικά την αλλαγή της σελίδας από το κεφάλαιο της ιστορίας που τις ήθελε θαμμένες.

 

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, οι Έλληνες πρόσφυγες συντέλεσαν σημαντικά  στην ανάπτυξη του ελληνικού κράτους και των καλλιτεχνικών τάσεων. Τα σμυρναίικα κοσμήματα έγιναν ιδιαίτερα αγαπητά λόγω της λεπτότητάς τους, ενώ αργότερα αρκετοί Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη (η οποία παρέμενε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα αργυροχρυσοχοΐας) ήρθαν να προσθέσουν τη δική τους πινελιά.

Τη δεκαετία του ’30 ιδρύθηκε στα Ιωάννινα η πρώτη σχολή αργυροχρυσοχοΐας και το τοπίο στην κατασκευή κοσμημάτων άρχισε να αλλάζει. Οι νέοι Έλληνες τεχνίτες θέλοντας να χρησιμοποιήσουν τις παραδοσιακές τεχνικές, οι οποίες πυροδοτούσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των τουριστών, τις ανέμειξαν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα από τα οποία ήταν επηρεασμένοι και γέννησαν διαχρονικά ελληνικά κοσμήματα που θα επιβίωναν στις μελλοντικές αγορές. 

 

Αυτή η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις παραδοσιακές τεχνικές που πλέον ήταν εμπνευσμένες όχι μόνο από την αρχαία Ελλάδα αλλά και από την άνθιση των ελληνικών τεχνών, συνέπεσε με τη γερμανική κατοχή τη δεκαετία του ’40 και επισφραγίστηκε με τη ζήτηση των παραδοσιακών ελληνικών κοσμημάτων από τους Γερμανούς.

 

1940 – σήμερα

 

Το ασήμι εξακολουθούσε να κυριαρχεί και συνέθετε κοσμήματα με σχέδια από μνημεία της αρχαιότητας ή αντίγραφα παλαιών κοσμημάτων.
Μεταπολεμικά, παρά την παγερή σκιά που κάλυψε τα ψυχροπολεμικά χρόνια και το διχασμό της ελληνικής κοινωνίας, αναδύθηκαν (κυρίως μέσω της τέχνης) μετριοπαθείς αλλά και πιο κριτικές φωνές που επεδίωκαν την αποκατάσταση του ομαλού πολιτικού βίου και τον εκσυγχρονισμό του κράτους.

 

Από τη δεκαετία του ’50 οι τουρίστες αυξάνονταν με σταθερούς ρυθμούς, φτάνοντας το ’60 η Αθήνα να αποτελεί «το μεγαλύτερο αστικό και τουριστικό κέντρο της Ελλάδας»  προσελκύοντας σπουδαίους τεχνίτες και χρυσοχόους, οι οποίοι δημιούργησαν νέα εργαστήρια αλλά ενθάρρυναν και τον εκσυγχρονισμό των παλαιότερων εργαστηρίων που είχαν ξεκινήσει να διαχωρίζονται από τους χώρους πώλησης.

 

Η συστηματική οργάνωση του κλάδου επικυρώθηκε το 1967 με την ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας (ΕΟΕΧ) ο οποίος εξέδιδε και το αγγλόφωνο περιοδικό Quality, στοχεύοντας στην προβολή του ελληνικού κοσμήματος στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα δημιούργησε πρόγραμμα υποτροφιών στο εξωτερικό στο οποίο συμμετείχαν πολλοί απόφοιτοι της Σχολής Καλών Τεχνών και ειδικότερα γλύπτες. Η είσοδος των καλλιτεχνών στον κλάδο έδωσε νέα ώθηση δημιουργώντας σύγχρονα κοσμήματα τα οποία ήταν αποτέλεσμα ερεθισμάτων από την αρχαιότητα αλλά και τη φύση και την ελληνική τέχνη.

 

Τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80, τα κοσμήματα ήταν φτιαγμένα κυρίως από οικονομικά υλικά ενώ ο τουρισμός εξακολουθούσε να διευρύνει το κοινό στο οποία απευθύνονταν οι ελληνικές δημιουργίες.

 

Μείωση στην εγχώρια παραγωγή του κλάδου υπήρξε κατά την περίοδο 1986-1997.
Ωστόσο, το 2007 η Ελλάδα βρισκόταν στην 7η θέση παραγωγής κοσμήματος, παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές της ήταν περιορισμένες κυρίως λόγω του ανταγωνισμού από την Ιταλία και την Τουρκία.

 

Έτσι ο κλάδος της αργυροχρυσοχοΐας άντεξε την πολυετή οικονομική κρίση από το 2008, χάρη στη μοναδική ποιότητα του ελληνικού κοσμήματος, τη διαχρονική γνώση της τέχνης που μεταφερόταν από γενιά σε γενιά, την ισχυρή τουριστική του αξία και τις εξαγωγές του.

 

Το 2023 το ελληνικό κόσμημα εξακολουθούσε να κατέχει υψηλή θέση στις  τουριστικές αγορές, με μία αυξητική τάση στις πωλήσεις.
Έτσι, κατά κύριο λόγο, η ελληνική αργυροχρυσοχοΐα έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα τη μοναδική δυναμικότητά της, η οποία έγκειται στη χειροποίητη παραδοσιακή κατασκευή των κοσμημάτων και στα πρωτότυπα σχέδια. 

 

Οι 88 αιώνες ζωής 

 

Η βαρύτητα της τέχνης της ελληνικής αργυροχρυσοχοΐας επικυρώνεται με το βαθύ αποτύπωμα της στην ιστορία του πολιτισμού. Αλλάζοντας μορφή ανά τα χρόνια, παρέμεινε αλώβητη και συμπορεύθηκε με τις αλλαγές των εποχών της ανθρωπότητας. Δίχως ποτέ να πάψει, καθώς χωρίς τους τεχνίτες δε θα μπορούσε να σταθεί μια κοινωνία,- όπως έχει αναφέρει και η κυρία Μαρία Ευθυμίου- ανεβοκατεβαίνει στο διάγραμμα του παλμού του ανθρώπου αποτυπώνοντας την εικόνα για τον εαυτό του και για την κοινωνία στην οποία βρίσκεται. 

 

Έτσι, στο σήμερα η ελληνική αργυροχρυσοχοΐα καλείται να επαναπροσδιορίσει και να επικυρώσει την ταυτότητά της στον κόσμο, με μία στοχευμένη και συστηματική στρατηγική, προκειμένου να υπερβεί τις προκλήσεις που την απαξιώνουν.

 

 

Επιστημονικά άρθρα που χρησιμοποιήθηκαν:
Η διδακτορική διατριβή της Ανδριανού Αικατερίνης «Το επώνυμο κόσμημα στην Ελλάδα (20ός – 21ος αιώνας) – Τα χρυσά έργα του Ηλία Λαλαούνη»
Το άρθρο της Μαστρογιάννη Φωτεινής «Η Ελληνική Αργυροχρυσοχοΐα από το 1940 έως σήμερα και η συμβολή της στην οικονομική ανάπτυξη»